- καταπροχέω
- καταπροχέω (Α)χύνω προς τα κάτω («δάκρυα παρειῶν καταπροχέειν», Απολλ. Ρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + προχέω «χύνω προς τα μπροστά»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek